στερεοτυπώνω

στερεοτυπώνω
[-ώ (ο)] μετ. полигр, стереотипировать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "στερεοτυπώνω" в других словарях:

  • στερεοτυπώνω — Ν 1. κατασκευάζω στερεοτυπική πλάκα 2. εκτυπώνω κάτι με τη μέθοδο τής στερεοτυπίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεότυπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνο γαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»